γλεντώ

γλεντώ
γλεντάω 1. αμετ.
1) развлекаться, гулять, весе. литься; 2) кутить, пировать; 3) забавляться;

γλεντώ με τα καμώματα της — меня забавляют её выходки;

4) промётывать, прокучивать;
5) насмехаться (над кем-чем-л.); 2. μετ. 1) веселить, развлекать; 2) наслаждаться, пользоваться (кемчем-л.); вкушать (что-л.);

γλεντ ζωή — прожить весело свою жизнь;

γλεντώ τα νιάτα μου — пользоваться своей молодостью;

γλεντώ τη μοναξιά μου — наслаждаться одиночеством


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γλεντώ" в других словарях:

  • γλεντώ — ( άω) και γλεντίζω 1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι 2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.) 3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε… …   Dictionary of Greek

  • γλεντώ — γλεντάω / γλεντώ, γλέντησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλεντώ — γλέντησα 1. κάνω γλέντι, συμμετέχω σε γλέντι, διασκεδάζω: Γλεντήσαμε τις Αποκριές μέχρι το ξημέρωμα. 2. απολαμβάνω κάτι: Γλεντούν τον έρωτά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκρεύω — [Αποκρεά] 1. τρώω κρέας την τελευταία μέρα πριν από την περίοδο της νηστείας 2. γιορτάζω την αποκριά 3. γλεντώ, διασκεδάζω 4. βλέπω για τελευταία φορά, χάνω οριστικά («αποκρέψαμε από φίλους») …   Dictionary of Greek

  • απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • γλέντι — το 1. διασκέδαση με φαγητό, ποτό και τραγούδι («έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια») 2. η εύθυμη διάθεση από αστεία γεγονότα ή λόγια («ήτανε γλέντι να τόν ακούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. γλεντώ] …   Dictionary of Greek

  • γλεντίζω — βλ. γλεντώ …   Dictionary of Greek

  • γλεντοκόπος — ο αυτός που γλεντοκοπά, ο γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεντώ + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • θαλιάζω — (Α) [θαλία] διασκεδάζω, γλεντώ …   Dictionary of Greek

  • στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 …   Dictionary of Greek

  • συγκωμάζω — Α 1. μετέχω από κοινού σε διασκεδάσεις 2. παραδίδομαι στην κραιπάλη μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κωμάζω «συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, τραγουδώ, γλεντώ, φέρομαι χυδαία» (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»